Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύτῑμος
πολύτῑτος
πολύτλᾱς
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτροπίη
πολύτροπος
πολυτρόφος
πολύυδρος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφᾱμος
πολύφᾱνος
πολύφαντος
πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
Πολύφημος
πολυφθόρος
View word page
πολύ-υδρος
πολύ-υδροςονadjὕδωρ of placeswith a plentiful supply of waterPl.

ShortDef

abounding in water

Debugging

Headword:
πολύυδρος
Headword (normalized):
πολύυδρος
Headword (normalized/stripped):
πολυυδρος
IDX:
33522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33523
Key:
πολύυδρος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-υδρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-υδρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὕδωρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of places</Indic><Tr>with a plentiful supply of water</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύυδρος'}