Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυτέχνης
πολύτεχνος
πολυτῑ́μητος
πολύτῑμος
πολύτῑτος
πολύτλᾱς
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτροπίη
πολύτροπος
πολυτρόφος
πολύυδρος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφᾱμος
πολύφᾱνος
πολύφαντος
πολυφάρμακος
πολύφατος
View word page
πολυτροπίη
πολυτροπίηηςIon.fπολύτροπος ingenuity, cunningHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυτροπίη
Headword (normalized):
πολυτροπίη
Headword (normalized/stripped):
πολυτροπιη
IDX:
33519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33520
Key:
πολυτροπίη

Data

{'headword_display': '<b>πολυτροπίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυτροπίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>πολύτροπος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>ingenuity, cunning</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυτροπίη'}