Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυτελής
πολυτέχνης
πολύτεχνος
πολυτῑ́μητος
πολύτῑμος
πολύτῑτος
πολύτλᾱς
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτροπίη
πολύτροπος
πολυτρόφος
πολύυδρος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφᾱμος
πολύφᾱνος
πολύφαντος
πολυφάρμακος
View word page
πολύ-τρητος
πολύ-τρητοςονadjτρητός of a spongefull of holesporousOd.

ShortDef

much-pierced, full of holes, porous

Debugging

Headword:
πολύτρητος
Headword (normalized):
πολύτρητος
Headword (normalized/stripped):
πολυτρητος
IDX:
33518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33519
Key:
πολύτρητος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-τρητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-τρητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sponge</Indic><Def>full of holes</Def><Tr>porous</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύτρητος'}