Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυτελείᾱ
πολυτελής
πολυτέχνης
πολύτεχνος
πολυτῑ́μητος
πολύτῑμος
πολύτῑτος
πολύτλᾱς
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτροπίη
πολύτροπος
πολυτρόφος
πολύυδρος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφᾱμος
πολύφᾱνος
πολύφαντος
View word page
πολυ-τρήρων
πολυ-τρήρωνονgen.ωνοςadj of a placewhere pigeons aboundIl.

ShortDef

abounding in doves

Debugging

Headword:
πολυτρήρων
Headword (normalized):
πολυτρήρων
Headword (normalized/stripped):
πολυτρηρων
IDX:
33517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33518
Key:
πολυτρήρων

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-τρήρων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-τρήρων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ωνος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a place</Indic><Tr>where pigeons abound</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυτρήρων'}