Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύστονος
πολύστροφος
πολύστῡλος
πολύσχιστος
πολυτεκνέω
πολυτεκνίᾱ
πολύτεκνος
πολυτελείᾱ
πολυτελής
πολυτέχνης
πολύτεχνος
πολυτῑ́μητος
πολύτῑμος
πολύτῑτος
πολύτλᾱς
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτροπίη
πολύτροπος
View word page
πολύ-τεχνος
πολύτεχνοςονadj of building projectscalling for many craftsPlu.

ShortDef

skilled in many arts

Debugging

Headword:
πολύτεχνος
Headword (normalized):
πολύτεχνος
Headword (normalized/stripped):
πολυτεχνος
IDX:
33510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33511
Key:
πολύτεχνος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-τεχνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ<hyph/>τεχνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of building projects</Indic><Tr>calling for many crafts</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύτεχνος'}