Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύσταχυς
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστῑος
πολυστομέω
πολύστονος
πολύστροφος
πολύστῡλος
πολύσχιστος
πολυτεκνέω
πολυτεκνίᾱ
πολύτεκνος
πολυτελείᾱ
πολυτελής
πολυτέχνης
πολύτεχνος
πολυτῑ́μητος
πολύτῑμος
πολύτῑτος
πολύτλᾱς
πολυτλήμων
View word page
πολυτεκνίᾱ
πολυτεκνίᾱᾱςf abundance of childrenas a source of happinessArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυτεκνίᾱ
Headword (normalized):
πολυτεκνίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυτεκνια
IDX:
33505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33506
Key:
πολυτεκνίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυτεκνίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυτεκνίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>abundance of children<Expl>as a source of happiness</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυτεκνίᾱ'}