Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστῑος
πολυστομέω
πολύστονος
πολύστροφος
πολύστῡλος
πολύσχιστος
πολυτεκνέω
πολυτεκνίᾱ
πολύτεκνος
πολυτελείᾱ
πολυτελής
πολυτέχνης
πολύτεχνος
πολυτῑ́μητος
πολύτῑμος
πολύτῑτος
View word page
πολύ-σχιστος
πολύ-σχιστοςονadjσχιστός of pathsbranching many waysS.

ShortDef

many-branching

Debugging

Headword:
πολύσχιστος
Headword (normalized):
πολύσχιστος
Headword (normalized/stripped):
πολυσχιστος
IDX:
33503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33504
Key:
πολύσχιστος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-σχιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-σχιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σχιστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of paths</Indic><Tr>branching many ways</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύσχιστος'}