Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυσπερής
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστῑος
πολυστομέω
πολύστονος
πολύστροφος
πολύστῡλος
πολύσχιστος
πολυτεκνέω
πολυτεκνίᾱ
πολύτεκνος
πολυτελείᾱ
πολυτελής
πολυτέχνης
πολύτεχνος
πολυτῑ́μητος
πολύτῑμος
View word page
πολύ-στῡλος
πολύ-στῡλοςονadjστῦλος of the Odeionwith many columnsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύστῡλος
Headword (normalized):
πολύστῡλος
Headword (normalized/stripped):
πολυστυλος
IDX:
33502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33503
Key:
πολύστῡλος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-στῡλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-στῡλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στῦλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Odeion</Indic><Tr>with many columns</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύστῡλος'}