Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύσκιος
πολύσκοπος
πολύσπαστον
πολυσπερής
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστῑος
πολυστομέω
πολύστονος
πολύστροφος
πολύστῡλος
πολύσχιστος
πολυτεκνέω
πολυτεκνίᾱ
πολύτεκνος
πολυτελείᾱ
πολυτελής
πολυτέχνης
View word page
πολυστομέω
πολυστομέωcontr.vbστόμα talk muchbe talkativeA.

ShortDef

speak much

Debugging

Headword:
πολυστομέω
Headword (normalized):
πολυστομέω
Headword (normalized/stripped):
πολυστομεω
IDX:
33499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33500
Key:
πολυστομέω

Data

{'headword_display': '<b>πολυστομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πολυστομέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>στόμα</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>talk much</Def><Tr>be talkative</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πολυστομέω'}