Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυσκεδής
πολύσκιος
πολύσκοπος
πολύσπαστον
πολυσπερής
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστῑος
πολυστομέω
πολύστονος
πολύστροφος
πολύστῡλος
πολύσχιστος
πολυτεκνέω
πολυτεκνίᾱ
πολύτεκνος
πολυτελείᾱ
πολυτελής
View word page
πολύ-στῑος
πολύ-στῑοςονadjστῑ́ᾱ of a rivermany-pebbledCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύστῑος
Headword (normalized):
πολύστῑος
Headword (normalized/stripped):
πολυστιος
IDX:
33498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33499
Key:
πολύστῑος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-στῑος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-στῑος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στῑ́ᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a river</Indic><Tr>many-pebbled</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύστῑος'}