Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύσῑτος
πολύσκαρθμος
πολυσκεδής
πολύσκιος
πολύσκοπος
πολύσπαστον
πολυσπερής
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστῑος
πολυστομέω
πολύστονος
πολύστροφος
πολύστῡλος
πολύσχιστος
πολυτεκνέω
πολυτεκνίᾱ
πολύτεκνος
View word page
πολυ-στέφανος
πολυ-στέφανοςονadjof the earthwith many garlandsi.e. foliage or flowersLyr.adesp.

ShortDef

with many wreaths

Debugging

Headword:
πολυστέφανος
Headword (normalized):
πολυστέφανος
Headword (normalized/stripped):
πολυστεφανος
IDX:
33496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33497
Key:
πολυστέφανος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-στέφανος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-στέφανος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the earth</Indic><Tr>with many garlands<Expl>i.e. foliage or flowers</Expl></Tr><Au>Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυστέφανος'}