Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυσῑτίᾱ
πολύσῑτος
πολύσκαρθμος
πολυσκεδής
πολύσκιος
πολύσκοπος
πολύσπαστον
πολυσπερής
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστῑος
πολυστομέω
πολύστονος
πολύστροφος
πολύστῡλος
πολύσχιστος
πολυτεκνέω
πολυτεκνίᾱ
View word page
πολύ-σταχυς
πολύ-σταχυςυgen.υοςadjστάχυς of Demeterrich in corn-earsTheoc.

ShortDef

rich in ears of grain

Debugging

Headword:
πολύσταχυς
Headword (normalized):
πολύσταχυς
Headword (normalized/stripped):
πολυσταχυς
IDX:
33495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33496
Key:
πολύσταχυς

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-σταχυς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-σταχυς</HL><Infl>υ</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>υος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στάχυς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Demeter</Indic><Tr>rich in corn-ears</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύσταχυς'}