Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσῑτίᾱ
πολύσῑτος
πολύσκαρθμος
πολυσκεδής
πολύσκιος
πολύσκοπος
πολύσπαστον
πολυσπερής
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστῑος
πολυστομέω
πολύστονος
πολύστροφος
πολύστῡλος
πολύσχιστος
View word page
πολύ-σπορος
πολύ-σποροςονadjσπορᾱ́ of Asiarich in cropsfruitful, fertileE.or perh. populous

ShortDef

very fruitful

Debugging

Headword:
πολύσπορος
Headword (normalized):
πολύσπορος
Headword (normalized/stripped):
πολυσπορος
IDX:
33493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33494
Key:
πολύσπορος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-σπορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-σπορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπορᾱ́</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Asia</Indic><Def>rich in crops</Def><Tr>fruitful, fertile</Tr><Au>E.</Au><Extra>or perh. <ital>populous</ital></Extra></aS1></AE>', 'key': 'πολύσπορος'}