Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυσαρκίᾱ
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσῑτίᾱ
πολύσῑτος
πολύσκαρθμος
πολυσκεδής
πολύσκιος
πολύσκοπος
πολύσπαστον
πολυσπερής
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστῑος
πολυστομέω
πολύστονος
πολύστροφος
πολύστῡλος
View word page
πολυ-σπερής
πολυ-σπερήςέςadjσπείρωBoeot.nom.pl.
πολουσπερίες
of peoplescattered far and wideover the earthHom. Hes.of womenfruitful, fertileCorinn.

ShortDef

wide-spread

Debugging

Headword:
πολυσπερής
Headword (normalized):
πολυσπερής
Headword (normalized/stripped):
πολυσπερης
IDX:
33492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33493
Key:
πολυσπερής

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-σπερής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-σπερής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπείρω</Ref></Ety><FG><Num><Lbl>Boeot.nom.pl.</Lbl><Form>πολουσπερίες</Form></Num></FG></HG> <aS1><Indic>of people</Indic><Tr>scattered far and wide<Expl>over the earth</Expl></Tr><Au>Hom. Hes.</Au></aS1><aS1><Indic>of women</Indic><Tr>fruitful, fertile</Tr><Au>Corinn.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυσπερής'}