Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύρυτος
πολύς
πολυσαρκίᾱ
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσῑτίᾱ
πολύσῑτος
πολύσκαρθμος
πολυσκεδής
πολύσκιος
πολύσκοπος
πολύσπαστον
πολυσπερής
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστῑος
πολυστομέω
πολύστονος
View word page
πολύ-σκοπος
πολύ-σκοποςονadjσκοπέω of a personif. sunbeamfar-seeingPi.fr.

ShortDef

far-seeing

Debugging

Headword:
πολύσκοπος
Headword (normalized):
πολύσκοπος
Headword (normalized/stripped):
πολυσκοπος
IDX:
33490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33491
Key:
πολύσκοπος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-σκοπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-σκοπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκοπέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a personif. sunbeam</Indic><Tr>far-seeing</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύσκοπος'}