Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύρροθος
πολύρυτος
πολύς
πολυσαρκίᾱ
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσῑτίᾱ
πολύσῑτος
πολύσκαρθμος
πολυσκεδής
πολύσκιος
πολύσκοπος
πολύσπαστον
πολυσπερής
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστῑος
πολυστομέω
View word page
πολύ-σκιος
πολύ-σκιοςονadjσκιᾱ́ of a grovevery shadyAR.

ShortDef

very shady

Debugging

Headword:
πολύσκιος
Headword (normalized):
πολύσκιος
Headword (normalized/stripped):
πολυσκιος
IDX:
33489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33490
Key:
πολύσκιος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-σκιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-σκιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκιᾱ́</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a grove</Indic><Tr>very shady</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύσκιος'}