Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύρρῑνος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολύρυτος
πολύς
πολυσαρκίᾱ
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσῑτίᾱ
πολύσῑτος
πολύσκαρθμος
πολυσκεδής
πολύσκιος
πολύσκοπος
πολύσπαστον
πολυσπερής
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολυστέφανος
πολυστεφής
View word page
πολύ-σκαρθμος
πολύ-σκαρθμοςονadjσκαρθμός of an Amazonperh.with a long leaplight of footIl.subject uncert.Call.

ShortDef

far-bounding

Debugging

Headword:
πολύσκαρθμος
Headword (normalized):
πολύσκαρθμος
Headword (normalized/stripped):
πολυσκαρθμος
IDX:
33487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33488
Key:
πολύσκαρθμος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-σκαρθμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-σκαρθμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκαρθμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an Amazon</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Def>with a long leap</Def><Tr>light of foot</Tr><Au>Il.</Au><aS2><Indic>subject uncert.</Indic><Au>Call.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πολύσκαρθμος'}