Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύρρην
πολύρρῑνος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολύρυτος
πολύς
πολυσαρκίᾱ
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσῑτίᾱ
πολύσῑτος
πολύσκαρθμος
πολυσκεδής
πολύσκιος
πολύσκοπος
πολύσπαστον
πολυσπερής
πολύσπορος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολυστέφανος
View word page
πολύ-σῑτος
πολύ-σῑτοςονadjσῖτος of personsrich in grainX. overfedTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύσῑτος
Headword (normalized):
πολύσῑτος
Headword (normalized/stripped):
πολυσιτος
IDX:
33486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33487
Key:
πολύσῑτος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-σῑτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-σῑτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σῖτος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>rich in grain</Tr><Au>X.</Au></aS1> <aS1><Tr>overfed</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύσῑτος'}