Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύρραπτος
πολύρραφος
πολύρρην
πολύρρῑνος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολύρυτος
πολύς
πολυσαρκίᾱ
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσῑτίᾱ
πολύσῑτος
πολύσκαρθμος
πολυσκεδής
πολύσκιος
πολύσκοπος
πολύσπαστον
πολυσπερής
πολύσπορος
πολυστάφυλος
View word page
πολυ-σινής
πολυ-σινήςέςadjσίνος of a dogcausing much harmdangerousA.

ShortDef

very hurtful, baneful

Debugging

Headword:
πολυσινής
Headword (normalized):
πολυσινής
Headword (normalized/stripped):
πολυσινης
IDX:
33484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33485
Key:
πολυσινής

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-σινής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-σινής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σίνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a dog</Indic><Def>causing much harm</Def><Tr>dangerous</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυσινής'}