Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύπυργος
πολύπῡρος
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολύρρην
πολύρρῑνος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολύρυτος
πολύς
πολυσαρκίᾱ
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσῑτίᾱ
πολύσῑτος
πολύσκαρθμος
πολυσκεδής
πολύσκιος
πολύσκοπος
πολύσπαστον
πολυσπερής
View word page
πολυσαρκίᾱ
πολυσαρκίᾱᾱςfσάρξ fleshiness, plumpnessof a personX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυσαρκίᾱ
Headword (normalized):
πολυσαρκίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυσαρκια
IDX:
33482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33483
Key:
πολυσαρκίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυσαρκίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυσαρκίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σάρξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>fleshiness, plumpness<Expl>of a person</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυσαρκίᾱ'}