Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπρόσωπος
πολύπτολις
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπῡρος
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολύρρην
πολύρρῑνος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολύρυτος
πολύς
πολυσαρκίᾱ
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσῑτίᾱ
πολύσῑτος
πολύσκαρθμος
πολυσκεδής
πολύσκιος
View word page
πολύ-ρροθος
πολύ-ρροθοςονadjῥόθος of shoutscreating a great hubbubtumultuous, rowdyA.

ShortDef

much-roaring

Debugging

Headword:
πολύρροθος
Headword (normalized):
πολύρροθος
Headword (normalized/stripped):
πολυρροθος
IDX:
33479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33480
Key:
πολύρροθος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-ρροθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-ρροθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥόθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of shouts</Indic><Def>creating a great hubbub</Def><Tr>tumultuous, rowdy</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύρροθος'}