Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολύπτολις
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπῡρος
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολύρρην
πολύρρῑνος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολύρυτος
πολύς
πολυσαρκίᾱ
πολυσημάντωρ
πολυσινής
πολυσῑτίᾱ
πολύσῑτος
πολύσκαρθμος
πολυσκεδής
View word page
πολύ-ρροδος
πολύ-ρροδοςονadjῥόδον of meadowsfull of rosesAr.

ShortDef

abounding in roses

Debugging

Headword:
πολύρροδος
Headword (normalized):
πολύρροδος
Headword (normalized/stripped):
πολυρροδος
IDX:
33478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33479
Key:
πολύρροδος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-ρροδος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-ρροδος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥόδον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of meadows</Indic><Tr>full of roses</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύρροδος'}