Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολύπτολις
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπῡρος
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολύρρην
πολύρρῑνος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολύρυτος
πολύς
πολυσαρκίᾱ
πολυσημάντωρ
πολυσινής
View word page
πολύ-ρραπτος
πολύ-ρραπτοςονadjῥάπτω of a quiverwith much stitchingfinely stitchedTheoc.

ShortDef

much-sewn, well-stitched

Debugging

Headword:
πολύρραπτος
Headword (normalized):
πολύρραπτος
Headword (normalized/stripped):
πολυρραπτος
IDX:
33474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33475
Key:
πολύρραπτος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-ρραπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-ρραπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥάπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a quiver</Indic><Def>with much stitching</Def><Tr>finely stitched</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύρραπτος'}