Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολύπτολις
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπῡρος
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολύρρην
πολύρρῑνος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολύρυτος
πολύς
πολυσαρκίᾱ
πολυσημάντωρ
View word page
πολύ-πῡρος
πολύ-πῡροςονadjπῡρός of placesrich in wheatHom. hHom. A.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύπῡρος
Headword (normalized):
πολύπῡρος
Headword (normalized/stripped):
πολυπυρος
IDX:
33473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33474
Key:
πολύπῡρος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-πῡρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-πῡρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πῡρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of places</Indic><Tr>rich in wheat</Tr><Au>Hom. hHom. A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύπῡρος'}