Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολύπτολις
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπῡρος
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολύρρην
πολύρρῑνος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολύρυτος
πολύς
πολυσαρκίᾱ
View word page
πολύ-πυργος
πολύ-πυργοςονadjπύργος of Troymany-toweredB.cj.

ShortDef

with many towers

Debugging

Headword:
πολύπυργος
Headword (normalized):
πολύπυργος
Headword (normalized/stripped):
πολυπυργος
IDX:
33472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33473
Key:
πολύπυργος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-πυργος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-πυργος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πύργος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Troy</Indic><Tr>many-towered</Tr><Au>B.<LblR>cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύπυργος'}