Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύπους
πολύπους
πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολύπτολις
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπῡρος
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολύρρην
πολύρρῑνος
πολύρροδος
πολύρροθος
πολύρυτος
View word page
πολύ-πτολις
πολύ-πτολιςιοςep.masc.fem.adjπόλις of a goddess, the earthwith many citiesCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύπτολις
Headword (normalized):
πολύπτολις
Headword (normalized/stripped):
πολυπτολις
IDX:
33470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33471
Key:
πολύπτολις

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-πτολις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-πτολις</HL><Infl>ιος</Infl><PS>ep.masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>πόλις</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a goddess, the earth</Indic><Tr>with many cities</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύπτολις'}