Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπότνια
πολύπους
πολύπους
πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολύπτολις
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπῡρος
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολύρρην
πολύρρῑνος
πολύρροδος
πολύρροθος
View word page
πολυ-πρόσωπος
πολυ-πρόσωποςονadjπρόσωπον fig., of the skymany-facedArist.quot.

ShortDef

many-faced, with many masks

Debugging

Headword:
πολυπρόσωπος
Headword (normalized):
πολυπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
πολυπροσωπος
IDX:
33469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33470
Key:
πολυπρόσωπος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-πρόσωπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-πρόσωπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρόσωπον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of the sky</Indic><Tr>many-faced</Tr><Au>Arist.<LblR>quot.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυπρόσωπος'}