Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους
πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολύπτολις
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπῡρος
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολύρρην
πολύρρῑνος
πολύρροδος
View word page
πολυ-πρόβατος
πολυ-πρόβατοςονadjπρόβατον of peoplerich in cattlesheepHdt. X.

ShortDef

rich in sheep

Debugging

Headword:
πολυπρόβατος
Headword (normalized):
πολυπρόβατος
Headword (normalized/stripped):
πολυπροβατος
IDX:
33468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33469
Key:
πολυπρόβατος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-πρόβατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-πρόβατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρόβατον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of people</Indic><Tr>rich in cattle<or/>sheep</Tr><Au>Hdt. X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυπρόβατος'}