Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους
πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολύπτολις
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπῡρος
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολύρρην
πολύρρῑνος
View word page
πολυπρηγμονέω
πολυπρηγμονέωIon.contr.vbseeπολυπρᾱγμονέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυπρηγμονέω
Headword (normalized):
πολυπρηγμονέω
Headword (normalized/stripped):
πολυπρηγμονεω
IDX:
33467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33468
Key:
πολυπρηγμονέω

Data

{'headword_display': '<b>πολυπρηγμονέω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πολυπρηγμονέω</HL><PS>Ion.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>πολυπρᾱγμονέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πολυπρηγμονέω'}