Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυποσίᾱ
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους
πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολύπτολις
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπῡρος
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολύρρην
View word page
πολύ-πρεμνος
πολύ-πρεμνοςονadjπρέμνον of a woodwith many tree trunkswell-timbered, denseAR.

ShortDef

with many trunks

Debugging

Headword:
πολύπρεμνος
Headword (normalized):
πολύπρεμνος
Headword (normalized/stripped):
πολυπρεμνος
IDX:
33466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33467
Key:
πολύπρεμνος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-πρεμνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-πρεμνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρέμνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wood</Indic><Def>with many tree trunks</Def><Tr>well-timbered, dense</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύπρεμνος'}