Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύπονος
πολύπορος
πολυποσίᾱ
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους
πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολύπτολις
πολύπτυχος
πολύπυργος
πολύπῡρος
πολύρραπτος
View word page
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱγμοσύνηηςf tendency to interfere in many thingsmeddlesomenessLys. Ar. Isoc. Pl. X.as a typically Athenian characteristicTh.trouble taken in gaining knowledgecuriosity, study, researchPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυπρᾱγμοσύνη
Headword (normalized):
πολυπρᾱγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
πολυπραγμοσυνη
IDX:
33464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33465
Key:
πολυπρᾱγμοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>πολυπρᾱγμοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυπρᾱγμοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>tendency to interfere in many things</Def><Tr>meddlesomeness</Tr><Au>Lys. Ar. Isoc. Pl. X.<NBPlus/></Au><nS2><Indic>as a typically Athenian characteristic</Indic><Au>Th.</Au></nS2></nS1><nS1><Def>trouble taken in gaining knowledge</Def><Tr>curiosity, study, research</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυπρᾱγμοσύνη'}