Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυποίκιλος
πολύποινος
πολύπονος
πολύπορος
πολυποσίᾱ
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους
πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
πολύπτολις
πολύπτυχος
πολύπυργος
View word page
πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγματέωcontr.vbπρᾶγμα of a person's attentionbe directed to many tasksopp. oneArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυπρᾱγματέω
Headword (normalized):
πολυπρᾱγματέω
Headword (normalized/stripped):
πολυπραγματεω
IDX:
33462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33463
Key:
πολυπρᾱγματέω

Data

{'headword_display': '<b>πολυπρᾱγματέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>πολυπρᾱγματέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πρᾶγμα</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a person's attention</Indic><Tr>be directed to many tasks<Expl>opp. one</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'πολυπρᾱγματέω'}