Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπλήθεια
πολυπλοκίαι
πολύπλοκος
πολυποίκιλος
πολύποινος
πολύπονος
πολύπορος
πολυποσίᾱ
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους
πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
πολυπρόβατος
πολυπρόσωπος
View word page
πολυ-πότνια
πολυ-πότνιαᾱςfem.adjof Demetermost sovereignhHom.of Demeter and PersephoneAr.of Cybele, Rhea, a queenAR.

ShortDef

strengthd. for πότνια; mistress, queen

Debugging

Headword:
πολυπότνια
Headword (normalized):
πολυπότνια
Headword (normalized/stripped):
πολυποτνια
IDX:
33459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33460
Key:
πολυπότνια

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-πότνια</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-πότνια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>fem.adj</PS></HG><aS1><Indic>of Demeter</Indic><Tr>most sovereign</Tr><Au>hHom.</Au><aS2><Indic>of Demeter and Persephone</Indic><Au>Ar.</Au></aS2><aS2><Indic>of Cybele, Rhea, a queen</Indic><Au>AR.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πολυπότνια'}