Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύπλεθρος
πολυπλήθεια
πολυπλοκίαι
πολύπλοκος
πολυποίκιλος
πολύποινος
πολύπονος
πολύπορος
πολυποσίᾱ
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους
πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
πολυπρόβατος
View word page
πολυ-πότης
πολυ-πότηςουmasc.adj of a personhard-drinkingPlb. Plu.

ShortDef

a hard drinker

Debugging

Headword:
πολυπότης
Headword (normalized):
πολυπότης
Headword (normalized/stripped):
πολυποτης
IDX:
33458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33459
Key:
πολυπότης

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-πότης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-πότης</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>hard-drinking</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυπότης'}