Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύπλανος
πολύπλεθρος
πολυπλήθεια
πολυπλοκίαι
πολύπλοκος
πολυποίκιλος
πολύποινος
πολύπονος
πολύπορος
πολυποσίᾱ
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους
πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
πολύπρεμνος
πολυπρηγμονέω
View word page
πολυ-πόταμος
πολυ-πόταμοςονadjποταμός of a lakefed by many riversE.

ShortDef

with many or large rivers

Debugging

Headword:
πολυπόταμος
Headword (normalized):
πολυπόταμος
Headword (normalized/stripped):
πολυποταμος
IDX:
33457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33458
Key:
πολυπόταμος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-πόταμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-πόταμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποταμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a lake</Indic><Tr>fed by many rivers</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυπόταμος'}