Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολύπλεθρος
πολυπλήθεια
πολυπλοκίαι
πολύπλοκος
πολυποίκιλος
πολύποινος
πολύπονος
πολύπορος
πολυποσίᾱ
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους
πολυπρᾱγματέω
πολυπρᾱγμονέω
πολυπρᾱγμοσύνη
πολυπρᾱ́γμων
View word page
πολύ-πορος
πολύ-ποροςονadjπόρος of plainswith many pathsfig.ref. to the skyAr.

ShortDef

furnishing abundant harvests

Debugging

Headword:
πολύπορος
Headword (normalized):
πολύπορος
Headword (normalized/stripped):
πολυπορος
IDX:
33455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33456
Key:
πολύπορος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-πορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-πορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of plains</Indic><Tr>with many paths<Expl>fig.ref. to the sky</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύπορος'}