Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύπικρα
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολύπλεθρος
πολυπλήθεια
πολυπλοκίαι
πολύπλοκος
πολυποίκιλος
πολύποινος
πολύπονος
πολύπορος
πολυποσίᾱ
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
πολύπους
πολύπους
πολυπρᾱγματέω
View word page
πολυ-ποίκιλος
πολυ-ποίκιλοςονadjποικίλος of garmentsrichly patternedE.

ShortDef

much-variegated

Debugging

Headword:
πολυποίκιλος
Headword (normalized):
πολυποίκιλος
Headword (normalized/stripped):
πολυποικιλος
IDX:
33452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33453
Key:
πολυποίκιλος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-ποίκιλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-ποίκιλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποικίλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of garments</Indic><Tr>richly patterned</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυποίκιλος'}