Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπῖδαξ
πολύπικρα
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολύπλεθρος
πολυπλήθεια
πολυπλοκίαι
πολύπλοκος
πολυποίκιλος
πολύποινος
πολύπονος
πολύπορος
πολυποσίᾱ
πολυπόταμος
πολυπότης
πολυπότνια
View word page
πολυπλήθεια
πολυπλήθειαᾱςfπλῆθος great size, vastnessw.gen.of a crowdMen.

ShortDef

great quantity

Debugging

Headword:
πολυπλήθεια
Headword (normalized):
πολυπλήθεια
Headword (normalized/stripped):
πολυπληθεια
IDX:
33449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33450
Key:
πολυπλήθεια

Data

{'headword_display': '<b>πολυπλήθεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυπλήθεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πλῆθος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>great size, vastness<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a crowd</Expl></Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυπλήθεια'}