Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπενθής
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπῖδαξ
πολύπικρα
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολύπλεθρος
πολυπλήθεια
πολυπλοκίαι
πολύπλοκος
πολυποίκιλος
πολύποινος
πολύπονος
πολύπορος
πολυποσίᾱ
πολυπόταμος
πολυπότης
View word page
πολύ-πλεθρος
πολύ-πλεθροςονadjπλέθρον of landof many acresE.

ShortDef

many

Debugging

Headword:
πολύπλεθρος
Headword (normalized):
πολύπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
πολυπλεθρος
IDX:
33448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33449
Key:
πολύπλεθρος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-πλεθρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-πλεθρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλέθρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of land</Indic><Tr>of many acres</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύπλεθρος'}