Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπῖδαξ
πολύπικρα
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολύπλεθρος
πολυπλήθεια
πολυπλοκίαι
πολύπλοκος
πολυποίκιλος
πολύποινος
πολύπονος
πολύπορος
πολυποσίᾱ
πολυπόταμος
View word page
πολύ-πλανος
πολύ-πλανοςονadjπλάνος1 of a serpent's watchful eyesdarting aboutE.of wanderingsfar-flungA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύπλανος
Headword (normalized):
πολύπλανος
Headword (normalized/stripped):
πολυπλανος
IDX:
33447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33448
Key:
πολύπλανος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-πλανος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>πολύ-πλανος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλάνος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a serpent's watchful eyes</Indic><Tr>darting about</Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>of wanderings</Indic><Tr>far-flung</Tr><Au>A.</Au></aS2></aS1></AE>", 'key': 'πολύπλανος'}