Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύπαλτος
πολυπᾱ́μων
πολυπάταξ
πολυπειρίᾱ
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπῖδαξ
πολύπικρα
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολύπλεθρος
πολυπλήθεια
πολυπλοκίαι
πολύπλοκος
πολυποίκιλος
View word page
πολύ-πικρα
πολύ-πικραneut.pl.advπικρός with very bitter consequencesfor oneselfdisastrouslyref. to taking vengeanceOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύπικρα
Headword (normalized):
πολύπικρα
Headword (normalized/stripped):
πολυπικρα
IDX:
33442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33443
Key:
πολύπικρα

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-πικρα</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>πολύ-πικρα</HL><PS>neut.pl.adv</PS><Ety><Ref>πικρός</Ref></Ety></vHG> <advS1><Def>with very bitter consequences<Expl>for oneself</Expl></Def><Tr>disastrously</Tr><ModVb>ref. to taking vengeance<Au>Od.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'πολύπικρα'}