Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπάλακτος
πολύπαλτος
πολυπᾱ́μων
πολυπάταξ
πολυπειρίᾱ
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπῖδαξ
πολύπικρα
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολύπλεθρος
πολυπλήθεια
πολυπλοκίαι
πολύπλοκος
View word page
πολυ-πῖδαξ
πολυ-πῖδαξακοςmasc.fem.adj of Mt. Idawith many springsIl. hHom.of mountain heightsAR.of a regionhHom. Simon. Theoc.

ShortDef

with many springs, many-fountained

Debugging

Headword:
πολυπῖδαξ
Headword (normalized):
πολυπῖδαξ
Headword (normalized/stripped):
πολυπιδαξ
IDX:
33441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33442
Key:
πολυπῖδαξ

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-πῖδαξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-πῖδαξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Mt. Ida</Indic><Tr>with many springs</Tr><Au>Il. hHom.</Au><aS2><Indic>of mountain heights</Indic><Au>AR.</Au></aS2><aS2><Indic>of a region</Indic><Au>hHom. Simon. Theoc.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πολυπῖδαξ'}