Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυπαίπαλος
πολυπάλακτος
πολύπαλτος
πολυπᾱ́μων
πολυπάταξ
πολυπειρίᾱ
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπῖδαξ
πολύπικρα
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
πολύπλεθρος
πολυπλήθεια
πολυπλοκίαι
View word page
πολύ-πηνος
πολύ-πηνοςονadjπήνη of high-quality garmentshaving many weft-threadsclose-wovenE.

ShortDef

thick-woven, close-woven

Debugging

Headword:
πολύπηνος
Headword (normalized):
πολύπηνος
Headword (normalized/stripped):
πολυπηνος
IDX:
33440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33441
Key:
πολύπηνος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-πηνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-πηνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πήνη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of high-quality garments</Indic><Def>having many weft-threads</Def><Tr>close-woven</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύπηνος'}