Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύοχλος
πολυοψίᾱ
πολυπαιδίᾱ
πολυπαίπαλος
πολυπάλακτος
πολύπαλτος
πολυπᾱ́μων
πολυπάταξ
πολυπειρίᾱ
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπῖδαξ
πολύπικρα
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
πολύπλανος
View word page
πολυ-πείρων
πολυ-πείρωνονgen.ονοςadjπεῖραρ of a peoplewith many boundarieswidely dispersedhHom.

ShortDef

with many boundaries, manifold

Debugging

Headword:
πολυπείρων
Headword (normalized):
πολυπείρων
Headword (normalized/stripped):
πολυπειρων
IDX:
33437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33438
Key:
πολυπείρων

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-πείρων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-πείρων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πεῖραρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Def>with many boundaries</Def><Tr>widely dispersed</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυπείρων'}