Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυοχλίᾱ
πολύοχλος
πολυοψίᾱ
πολυπαιδίᾱ
πολυπαίπαλος
πολυπάλακτος
πολύπαλτος
πολυπᾱ́μων
πολυπάταξ
πολυπειρίᾱ
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπῖδαξ
πολύπικρα
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
πολυπλάνητος
View word page
πολύ-πειρος
πολύ-πειροςονadjπεῖρα of a womanwidely experienced, worldly-wiseAr.of a habitresulting from much experienceParm.

ShortDef

much-experienced

Debugging

Headword:
πολύπειρος
Headword (normalized):
πολύπειρος
Headword (normalized/stripped):
πολυπειρος
IDX:
33436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33437
Key:
πολύπειρος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-πειρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-πειρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πεῖρα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>widely experienced, worldly-wise</Tr><Au>Ar.</Au><aS2><Indic>of a habit</Indic><Tr>resulting from much experience</Tr><Au>Parm.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πολύπειρος'}