Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυόρνῑθος
πολυοχλίᾱ
πολύοχλος
πολυοψίᾱ
πολυπαιδίᾱ
πολυπαίπαλος
πολυπάλακτος
πολύπαλτος
πολυπᾱ́μων
πολυπάταξ
πολυπειρίᾱ
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπῖδαξ
πολύπικρα
πολυπινής
πολύπλαγκτος
πολυπλανής
View word page
πολυπειρίᾱ
πολυπειρίᾱᾱςfπολύπειρος greatlong experienceof events, education, or sim.Th. Pl. Plb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυπειρίᾱ
Headword (normalized):
πολυπειρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυπειρια
IDX:
33435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33436
Key:
πολυπειρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυπειρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυπειρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πολύπειρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>great<or/>long experience<Expl>of events, education, or sim.</Expl></Tr><Au>Th. Pl. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυπειρίᾱ'}