Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυοινίᾱ
πολύοινος
πολύολβος
πολυόρνῑθος
πολυοχλίᾱ
πολύοχλος
πολυοψίᾱ
πολυπαιδίᾱ
πολυπαίπαλος
πολυπάλακτος
πολύπαλτος
πολυπᾱ́μων
πολυπάταξ
πολυπειρίᾱ
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπῖδαξ
πολύπικρα
View word page
πολύ-παλτος
πολύ-παλτοςονadjπαλτός prob. of a weaponmuch-brandishedCall.

ShortDef

much-brandished

Debugging

Headword:
πολύπαλτος
Headword (normalized):
πολύπαλτος
Headword (normalized/stripped):
πολυπαλτος
IDX:
33432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33433
Key:
πολύπαλτος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-παλτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-παλτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παλτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>prob. of a weapon</Indic><Tr>much-brandished</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύπαλτος'}