Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυοινέω
πολυοινίᾱ
πολύοινος
πολύολβος
πολυόρνῑθος
πολυοχλίᾱ
πολύοχλος
πολυοψίᾱ
πολυπαιδίᾱ
πολυπαίπαλος
πολυπάλακτος
πολύπαλτος
πολυπᾱ́μων
πολυπάταξ
πολυπειρίᾱ
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπήμων
πολύπηνος
πολυπῖδαξ
View word page
πολυ-πάλακτος
πολυ-πάλακτοςονadjπαλάσσω of handsmuch bespatteredw. bloodA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυπάλακτος
Headword (normalized):
πολυπάλακτος
Headword (normalized/stripped):
πολυπαλακτος
IDX:
33431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33432
Key:
πολυπάλακτος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-πάλακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-πάλακτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παλάσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hands</Indic><Tr>much bespattered<Expl>w. blood</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυπάλακτος'}