Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύξενος
πολυοινέω
πολυοινίᾱ
πολύοινος
πολύολβος
πολυόρνῑθος
πολυοχλίᾱ
πολύοχλος
πολυοψίᾱ
πολυπαιδίᾱ
πολυπαίπαλος
πολυπάλακτος
πολύπαλτος
πολυπᾱ́μων
πολυπάταξ
πολυπειρίᾱ
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπήμων
πολύπηνος
View word page
πολυ-παίπαλος
πολυ-παίπαλοςονadjπαιπάλη of personsperh.full of guile, devious, craftyOd.

ShortDef

exceeding crafty

Debugging

Headword:
πολυπαίπαλος
Headword (normalized):
πολυπαίπαλος
Headword (normalized/stripped):
πολυπαιπαλος
IDX:
33430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33431
Key:
πολυπαίπαλος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-παίπαλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-παίπαλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παιπάλη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>full of guile, devious, crafty</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυπαίπαλος'}