Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύνοια
πολύξενος
πολυοινέω
πολυοινίᾱ
πολύοινος
πολύολβος
πολυόρνῑθος
πολυοχλίᾱ
πολύοχλος
πολυοψίᾱ
πολυπαιδίᾱ
πολυπαίπαλος
πολυπάλακτος
πολύπαλτος
πολυπᾱ́μων
πολυπάταξ
πολυπειρίᾱ
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπήμων
View word page
πολυπαιδίᾱ
πολυπαιδίᾱᾱςfπαῖς1 abundance of childrenborn to a fatherIsoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυπαιδίᾱ
Headword (normalized):
πολυπαιδίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυπαιδια
IDX:
33429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33430
Key:
πολυπαιδίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυπαιδίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυπαιδίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>παῖς<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>abundance of children<Expl>born to a father</Expl></Tr><Au>Isoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυπαιδίᾱ'}